Ο σαραντάπηχος
Συν τρεισ βαστούν τα πόδια του συν δέκα το κορμί του
Θροϊζουνε τα βλέφαρα και δροσερεύει η νύχτα
Και στην ανάσα του θαρρείσ λυγίζουν κυπαρίσσια
Οι άλλοι έχουνε το βλέφαρο το βλέφαρο από μέταλλο
Στου σαραντάπηχου το μνήμα λουλούδια τώρα δεν ανθούνε
Μόνο ένα τόσο δα κρινάκι λιπόθυμο στο χώμα γέρνει
Στου σαραντάπηχου το μνήμα τριγύρω κλαίνε παλληκάρια
Μαύρη φωτιά το χρώμα τουσ κόκκινη η φορεσιά τουσ
Συν δυο και τρεισ μονολογούν συν πέντε καταριούνται
Τον που τουσ πήρε τη φωνή τον που τουσ πήρε το αίμα