Η μπαλάντα των μικροαστών
Κι όταν σμίξαν τα κορμιά τουσ
Ένοιωσε πωσ είν' δική του
Μεσ στην ηδονή του σκότουσ
Ήταν μόνη πια μαζί του
Και τησ φίλησε την κόμη
Τι δεν ήταν καμιά πόρνη
Ούτε βιάζονταν να φτάσει
Αχ γλυκά την ψηλαφίζει
Κι η καρδιά τησ πάει να σπάσει
Το κουράγιο του μη χάσει
Προσευχή μικρή ψελλίζει
Και τησ φίλησε την κόμη
Τι δεν ήταν καμιά πόρνη
Και δε γνώριζε τη στάση
Για να μην την διακορεύσει
Πήγε κάποτε σε σπίτι
Εκεί γνώρισε την γεύση
Και τησ ηδονήσ τη κύτη
Το κορμί τησ ύδωρ λήθησ
Ε, δεν ήταν κι ερημίτησ
Κι όρκο πήρε πια ν' αλλάξει
Αχ τη φλόγα για να σβήσει
Που τησ άναψε πανώρια
Βρήκε έναν άνδρα κυπαρίσσι
Πρόθυμο και δίχωσ όρια
Που την ξάπλωσε στην σκάλα
Και την έκανε τραμπάλα
Ωσ τησ σφίγγει τον αυχένα
Ε, δεν είναι και παρθένα
Τησ ανέβηκε η κάψη
Και την σκέψη του βλογάει
Να μην προχωρήσει ακόμη
Κείνη τη βραδιά του μάη
Που τησ φίλησε την κόμη
Ψεύτησ εκείνοσ αυτή πόρνη
Λέν' όλο ντροπή και τύψη
Η βρωμιά πότε θα λείψει