Αφήγηση
Αυτόσ ο άνθρωποσ πηγαίνει κλαίγοντασ
Κανείσ δεν ξέρει να πει γιατί
Κάποτε νομίζουν πωσ είναι οι χαμένεσ αγάπεσ
Σαν κι αυτέσ που μασ βασανίζουνε τόσο
Στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα
Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τισ δουλειέσ τουσ
Ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν
Γυναίκεσ που γερνούνε δύσκολα
Αυτόσ έχει δυο μάτια σαν παπαρούνεσ
Σαν ανοιξιάτικεσ κομμένεσ παπαρούνεσ
Και δυο βρυσούλεσ στισ κόχεσ των ματιών
Πγαίνει μέσα στουσ δρόμουσ ποτέ δεν πλαγιάζει
Δρασκελώντασ μικρά τετράγωνα στη ράχη τησ γησ
Μηχανή μιασ απέραντησ οδύνησ
Που κατάντησε να μην έχει σημασία
Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώσ περνούσε
Για σπασμένουσ καθρέφτεσ πριν από χρόνια
Για σπασμένεσ μορφέσ μέσα στουσ καθρέφτεσ
Που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείσ
Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
Εικόνεσ φρίκησ στο κατώφλι του ύπνου
Τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή
Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένοσ κι ήσυχοσ
Μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντασ ολοένα
Σαν τισ ιτιέσ στην ακροποταμιά που βλέπεισ απ’ το τρένο
Ξυπνώντασ άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή
Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
Σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
Και σασ μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
Που να μην το συνηθίσατε
Προσκυνώ