Οι καημοί της όμορφης αρματοπουλήτρας
Την όμορφη που επούλαε έναν καιρό
Άρματα λέω πωσ την ακούω θλιμμένη
Να λαχταρά με μάταιο πια καημό
Κοπέλα σαν και πριν να ξαναγένει
Κι αχ γερατειά να λέει τη βουλιασμένη
Γιατί έτσι πρώιμα να μ’ έχετε κουρσέψει
Πώσ δε σκοτώνουμαι η τυραννισμένη
Ζωή μου πώσ δε λέει πια να τελέψει
Μου κλέψατε τισ τόσεσ ζουρλαμάδεσ
Που σκόρησε τσ’ ομοφιάσ μου ο πειρασμόσ
Σ’ εμπόρουσ σε σοφούσ και σε παπάδεσ
Γιατί κάθε άντρασ τότεσ σαν τρελόσ
Μου χάριζε άσκεφτα όλο του το βιοσ
Κι ύστερα ασ το 'κλαιγε όσο ζούσε φτάνει
Να του 'δινα ότι τώρα ούτε στραβόσ
Θέλει ούτε κι οι πιο βρόμικοι ζητιάνοι
Α κόσμο πτότεσ που 'διωξα σωρό
Για την αγάπη κάποιου κατεργάρη
Μορφονιού άμυαλο ήμουν θηλυκό
Που αν τα ψευτόχαϊδά μου άλλοι είχαν πάρει
Του ερώτου μου αυτόσ τρύγησε τη χάρη
Τον αγάπησα τ’ ορκίζομαι τρελά
Μ’ αυτόσ να με χτυπάει το 'χε καμάρι
Και να μου τρώει τα όσα έβγαζα λεφτά
Πέθανε εδώ και τριάντα χρόνια πια
Και τα μαλλιά μου οϊμένα έχουν ασπρίσει
Σα σκέφτομαι τα νιάτα τα χρυσά
Πώσ ήμουν και πώσ έχω καταντήσει
Σα θωρώ το κορμί μου ωσ το 'χω γδύσει
Και βλέπω η δόλια πόσο είμ’ αλλαγμένη
Φτωχή στεγνή πώσ έχω αδυνατίσει
Μια μάνητα με πιάνει λυσσασμένη