Το καπηλειό
Ήτανε όμορφο θαρρώ
Εκείνο τον παλιό καιρό
Το καπηλειό μου
Γιαλόσ καημόσ και τσικουδιά
Βαρμένα μέσα στην καρδιά
Με τ' όνειρό μου
Και κάθε μέρα από βραδίσ
Ντουχιουντισμένοσ ο βαρδήσ
Με το λαούτο
Με το κρασί του στον οντά
Στον αμανέ του να κεντά
Τον κόσμο τούτο
Κι ο σταύροσ πέρα στη γωνιά
Που γιά δυό χείλια βυσσινιά
Τα σιγοπίνει
Παίρνει νερό σαν τραγουδεί
'Που το λαούτο του βαρδή
Τον πόνο σβήνει
Κι ο μύροσ πιάνει το χορό
Το χώμα μόνο έχει οχτρό
Χρυσά παλάτια
Σε κάποια θάλασσα πλατιά
Θυμάται κόκκινα φωτιά
Τα δυό του μάτια
Θυμούμαι κάθε χαραυγή
Πού 'λεγα ο ήλιοσ να μη βγει
Στην αγκαλιά σου
Όνειρο βάρκα με πανιά
Να σεριανίζω το ντουνιά
Με τα φιλιά σου
Αργό το ζάλο μου βαρύ
Ήτανε ψεύτικοσ μπορεί
Ο έρωτάσ σου
Ρωτώ διαβάτεσ στα στενά
Αν είδαν μάτια καστανά
Σαν τα δικά σου
Πωσ να δικάσω μιά ζωή
Κι ένα αστέρι το πρωί
Που τρεμοσβύνει
Στο ερηπωμένο καπηλειό
Ένα μου όνειρο παλιό
Έχει 'πομείνει