Ο Γιώργος
Ο γιώργοσ το αλάνι η κορμάρα
Γεννήθηκε στην ξάνθη το πενήντα
Τον έφερε στον κόσμο η φρωσάρα
Η αλανιάρα
Που έκανε αγάπη μου
Σουξέ στα πανηγύρια
Ο γιώργοσ ο αλήτησ η κορμάρα
Κανέναν δε φοβήθηκε ποτέ
Στα πέντε του
Του φέρανε σφαγμένη τη φρωσάρα
Κατάλαβε τι σήμαινε σουξέ
Κουνήσου μάγκα
Και ρίχ’τα φράγκα
Τα κάνω όλα εγώ
Όπωσ τα θέλεισ
Κι όπωσ γουστάρεισ
Εγώ είμαι η φρώσω
Κι είμαι από χωριό
Ο γιώργο ο αλήτησ η κορμάρα
Μεγάλωνε μαζί με την σκιά του
Στα είκοσι αποπλάνησε
Και μια δεκατριάρα
Και ήρθε στην πρωτεύουσα
Με τα πεθερικά του
Μα εκείνοσ δε γουστάριζε να ξέρει
Οχτάωρο μωρό μου τι εστί
Τα βρόντηξε και άρχισε
Τα βράδια νταλαβέρι
Και τα 'παιρνε κι από τισ τραβεστί
Κουνήσου μάγκα
Και ρίχ’τα φράγκα
Τα κάνω όλα εγώ
Όπωσ τα θέλεισ
Κι όπωσ γουστάρεισ
Εγώ είμαι ο γιώργοσ
Κι είμαι από χωριό
Ο γιώργοσ η κορμάρα στα τριάντα
Την πάτησε κι αγάπησε κι εμένα
Την νύχτα που παράταγε
Την πιάτσα μια για πάντα
Την πέσαν δυο ξενέρωτοι
Και του 'σπασαν τα φρένα
Την ώρα που τον βάζαν χειρουργείο
Μου είπε ο γιωργάκησ το μικρό
Αγάπη μου σου άφησα
Επάνω στο ψυγείο
Αυτό το σουξεδάκι το παλιό
Κουνήσου μάγκα
Και ρίχ’ τα φράγκα
Τα κάνω όλα εγώ
Όπωσ τα θέλεισ
Κι όπωσ γουστάρεισ
Εγώ είμαι ο γιώργοσ
Κι είμαι από χωριό