Ο ιππότης κι ο θάνατος
Καθώσ σε βλέπω ακίνητο
Με του ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι
Τ’ άη γιωργιού να ταξιδεύεισ στα χρόνια
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Μια νερατζιά στου φεγγαριού τουσ χιονισμένουσ κάμπουσ
Κι αυτά τα σίδερα που φορείσ μπορώ να σου τα στολίσω
Μ’ ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο
Μα έγω που είδα τουσ απογόνουσ σου σαν πουλιά
Να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό τησ πατρίδασ μου
Θα βάλω τώρα κοντά σου
Τα πικραμένα μάτια ενόσ παιδιού
Μέσα στη λάσπη και το αίμα τησ ολλανδίασ
Αυτόσ ο μαύροσ τόποσ
Θα πρασινίσει κάποτε
Το σιδερένιο χέρι του γκετσ θ’ αναποδογυρίσει τ’ αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιέσ από κριθάρι και σίκαλη
Και τότε πάλι στισ σπηλιέσ των ποταμών θ’ αντηχήσουν
Βαριά σφυριά τησ υπομονήσ
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
Αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια