Διάλειμμα το Σάββατο [Dialeimma to Savvato]
Έλα τώρα προσπάθησε να σκοτώσεις
Το κουνούπι στον αέρα
Πόσο ωραία χτυπάει το μικρό ρολόι
Οι μικροί άνθρωποι δεν μπορούν
Ν’ ακούν βαρείς ήχους
Με τις γαργάρες όμως γελάμε όλοι
Ωραίο ήταν και τo απόγευμα σήμερα
Ακόμα έχω στα χέρια μου τη μυρωδιά του
Όχι βέβαια του απογεύματος αλλά
Του σώματός του
Αλλά δεν μπορώ να του μιλήσω για το απόγευμα
Δε θα με καταλάβει μετά έκλαψα
Μου λέει: "Μου τη δίνει όταν κλαις"
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και δεν τον ρώτησα
Μιλάμε και δεν καταλαβαινόμαστε
Γι’ αυτό κοιταζόμαστε συχνά και πολλή ώρα
Φτάνει πια
Το απόγευμα πήρε κι ένα βιβλίο μαζί της
Ξαφνικά κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι και άρχισε
Να τεντώνει το δέρμα της και μετά να βάφεται
Γιατί έβαψε τα χείλια της τόσο κόκκινα
Αφού ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος
Ήταν εντελώς ησυχία ησυχία
Ένα διώροφο σπίτι άσπρο
Και μια κουκουλωτή βεράντα
Από καταπληκτικό μαύρο κάγκελο
Γιατί να μου λέει ψέματα άραγε
Είπα, "Να το τέλειο σπίτι"
Αλλά κάποιος ήταν πίσω από το παράθυρο
Και με κοίταζε με φόβο γι’ αυτό έφυγα
Δε θα φύγει ξανά ίσως μάθει ν’ αγαπά
Όταν ήταν στο γρασίδι με τις λεύκες είπε
"Δε μ’ αρέσουν
Τα σπίτια, ούτε τα αυτοκίνητα
Ούτε οι άνθρωποι
Εδώ θέλω να μείνω για πάντα"
Κρατήθηκε από ένα κορμό και έκανε
Μια περιστροφή γύρω του
Αντίθετα απ’ τους δείκτες του ρολογιού
Πήγε να βγει, αλλά δεν ήταν από εκεί η έξοδος
Μετά είδε το σπίτι που σου έλεγα πριν
Βάζουν κάτι σκύλους στους κήπους τους
Που γαβγίζουν απ’ όπου κι αν περνάς
Δε γαμούνται
Τώρα είμαι στη μέση του δρόμου ησυχία εντελώς
Απογευματινός ήλιος, αλλά πίσω από τα σπίτια
Και τους κήπους στέκομαι είμαι
Σε τέλεια αρμονία
Δεν έχω καμία υποχρέωση, και κανένας δεν έχει
Καμία υποχρέωση απέναντί μου