Erotokritos (Paramithi)

Ωσ μπήκεν ο ρωτόκριτοσ στη φυλακή κι αρχίζει
Να τση μιλεί και σπλαχνικά να την αναντρανίζει
Λέγει τση το με ρώτηξεσ θα σου το πω και γροίκα
Πού το ‘βρηκα το χάρισμα στη φυλακή σ' αφήκα

Είναι δυο μήνεσ σήμερο που ‘λαχα κάποια δάση
Εισ τη μεριά τησ έγριποσ κι εβγήκαν να με φάσι
Άγρια θεριά ν εμάλωσα κι εσκότωσα απ' εκείνα
Κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πια απομείναν

Με κίνδυνο εγλύτωσα όση ώραν επολέμου
Να γλυτωθώ απο λόγου τουσ δεν το ‘λπιζα ποτέ μου
Μα εβούθηξε το ριζικό τ' αστρή με λυπηθήκα
Και σκότωσα και ζύγωσα και αλάβωτο μ' αφήκαν

Δίψα μεγάλη γροίκησα στο πόλεμον εκείνο
Γυρεύοντασ να βρω δροσιά εσώθε σ' ένα πρίνο
Και παρεμπρόσ εφάνη μου κουτσουναράκι χτύπα
Σιμώνω βρίσκω το νερό εισ του χαρακιού την τρύπα

Ήπια το κι εδροσίστηκα και πέρασέ μου η δίψα
Μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότε δε μου λείψαν
Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι
Όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσματ' αρρωστάρη

Και βιαστικά σηκώνομαι το ζάλο μου σπουδάζει
Να δω ποιοσ είναι που πονεί και βαριαναστενάζει
Και μπαίνω μέσα στα κλαδιά που ‘ταν κοντά εισ τη βρύση
Δια να δω και για να βρω το νέο αυτό όπου μύσσει

Βρίσκω ένα νιον ωραιόπλουμο που ‘λαμπε σαν τον ήλιο
Κι εκείτουντο ολομάτωτοσ μπροστά εισ ένα σπήλιο
Σγουρά ξανθά 'χε τα μαλλιά και τα σοθέματά του
Παρ' όλο οπού 'τα σαν νεκρόσ ήδειχνεγιε η μορφιά του

Και δυο θεριά στο πλάι του ήτανε σκοτωμένα
Και το σπαθί και τ' άρματα όλα ησαν ματωμένα
Σιμώνω χαιρετώ τονε λέω του: "αδέλφι γεια σου
Ίντα ‘χεισ κι απονέκρωσεσ πούντη λαβωματιά σου;"

Τα μάτια του 'χε σφαλιχτά τότε τ' αναντρανίζει
Κι εθώρειε δίχωσ να μιλεί και στο λαιμό του αγγίζει
Με το δακτύλι δυο φορέσ μου δείχνει να νοήσω
Που είχε την λαβωματιά να τον εβοηθήσω

Το στήθοσ του ξαρμάτωσα και μια πληγή του βρίσκω
Δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο
Ολίγο του τίβοτσι τον είχε δαγκαμένο
Φαίνεται να χε το θεριό δόντι φαρμακεμένο
Και πήρεν του τη δύναμη και την πνοήν του εχάσε
Και το φαρμάκι πέρασε και μέσα τον επιάσε

Κι αγάλι αγάλια ‘χάνετο σαν το κερί όντε σβήνει
Έκλαψα κι ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη
Σαν αδελφό μου καρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου
Μα πόνοι κλάμα δάκρυα άνθρωπο δε γλιτώνου
Εψυχομάχε κι έλεγε να στέκω μη μισέψω
Εθάρρειε πωσ τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω

Δείχνει μου το δαχτύλιν του που χε το δαχτυλίδι
Και γνώρισα πωσ χάρισμα σαν φίλοσ μου το δίνει
Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ' αυτιά μου ακούσα
Και είπανε τα χείλη του "σ' έχασα αρετούσα"
Ετούτα είπε μοναχά και τέλειωσ' η ζωή του
Και με πρικύ αναστεναγμό εβγήκε η ψυχή του

Τούτα τα χέρια που θωρείσ λάκκο σιμιό του σκάψα
Και τούτα τον εσήκωσαν και τούτα τον εθάψαν

Ωσ τ' άκουσεν η αρετή ώρα λιγάκι εστάθη
Αμίλητη και ο πόνοσ τησ την έκαμε και εχάθη

Chansons les plus populaires [artist_preposition] Nikos Xilouris

Autres artistes de Traditional music